31 Ιουλ 2018

ΣΥΝΟΨΗ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΜΑΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΡΩΜΑΝΙΑ ΣΤΗ Γ.Σ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΗΣ ΕΤΕ


Θα μιλήσω αποκλειστικά για το ΛΕΠΕΤΕ.
Ο Λογαριασμός αυτός λειτουργεί εδώ και 71 ολόκληρα χρόνια.
Στη διάρκεια των 71 αυτών ετών, πέρασαν από τη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας εξέχουσες προσωπικότητες εγνωσμένου διαχρονικά κύρους και αδιαμφισβήτητης επιστημονικής υπεροχής που έχουν θέσει τη σφραγίδα της προσωπικότητάς τους όχι μόνο στην πρόοδο της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ αλλά και της συνολικής εθνικής οικονομίας.
Πρέπει να τονισθεί ότι κανείς από τους διοικητές αυτούς δεν διανοήθηκε ποτέ να πειράξει το ΛΕΠΕΤΕ αλλά αντιθέτως, το 1995, ο τότε Διοικητής μερίμνησε να βελτιώσει το Καταστατικό και να αυξήσει το ύψος των παροχών του Λογαριασμού.
Αυτό, όμως, που δεν διανοήθηκε κανείς από τους εξέχοντες αυτούς διοικητές, το έπραξε ο κ. ΦΡΑΓΚΙΑΔΑΚΗΣ με μια επιστολή του –κεραυνό εν αιθρία- που απέστειλε την 28.7.2017, στα σωματεία των συνταξιούχων και των εργαζομένων της Τράπεζας.
Με την επιστολή αυτή ο τότε Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας ανήγγειλε την απόφασή του για την ουσιαστική κατάργηση του ΛΕΠΕΤΕ μέσα σε προθεσμία τριών μηνών.
Στην επιστολή αυτή που αποτελεί μνημείο ανακρίβειας, επιπολαιότητας και ψευδολογίας, εντελώς απαράδεκτο για την ιστορία και τις παραδόσεις της Εθνικής Τράπεζας, γίνεται επίκληση 4 τουλάχιστον απολύτως ανακριβών κα εκτός νόμου δήθεν επιχειρημάτων.  
Ειδικότερα, οι 4 ανακρίβειες της επιστολής είναι οι εξής:
1.     Χαρακτηρίζει τον ΛΕΠΕΤΕ ως Ταμείο επικουρικής ασφάλισης και συνεπώς, συλλαμβάνονται ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής και όσοι άλλοι συνέβαλαν στη σύνταξη αυτής της επιστολής, να αγνοούν ότι, με βάση τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 Συντ., η ίδρυση Ταμείων Επικουρικής Ασφάλισης (όπως, άλλωστε και Ταμείων Κύριας Ασφάλισης) επιτρέπεται μόνον δια νόμου, ενώ στην περίπτωση του ΛΕΠΕΤΕ δεν υπάρχει κανένας ιδρυτικός νόμος, η σύστασή του έγινε με Απόφαση του τότε Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας (που υλοποίησε σχετική προηγηθείσα συνεργασία με τους εργαζόμενους στην Τράπεζα).  Κι ακόμη ότι, η διάταξη αυτή του Συντ. έχει εξειδικευθεί, έκτοτε, με σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων που έχουν αποκλείσει από τη συλλογική διαπραγμάτευση τη ρύθμιση ζητημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Ακόμη και στις περιπτώσεις που η ΓΣΕΕ έχει συμφωνήσει με τις εργοδοτικές οργανώσεις, μέσω της ΕΓΣΣΕ, τη ρύθμιση συγκεκριμένων συνταξιοδοτικών θεμάτων, η συμφωνία αυτή δεν ισχύει πριν ψηφισθεί σχετική νομοθετική κάλυψή της. Αλλά ερωτάται: ο κ. Φραγκιαδάκης δεν γνώριζε και τη ρητή και απερίφραστη δήλωση του Διοικητή της Εθνικής Γεωργίου Μίρκου, ο οποίος δήλωνε το 1995 ότι δεν ιδρύεται κανένα ασφαλιστικό Ταμείο αλλά ότι η Τράπεζα αναλαμβάνει η ίδια, με τη δημιουργία του ΛΕΠΕΤΕ, να ενισχύει με ένα μηνιαίο χρηματικό βοήθημα το προσωπικό της; Κι ακόμη δεν γνώριζε ότι κατά τη διαδικασία των αλλεπάλληλων προγραμμάτων εθελούσιων αποχωρήσεων που εφάρμοσε η Τράπεζα, έκρινε η ίδια ότι ο ΛΕΠΕΤΕ δεν ήταν ασφαλιστικό Ταμείο και ακριβώς για το λόγο αυτόν η Εθνική δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του Ν. 3371/2005 που προέβλεπαν αντίστοιχες αποζημιώσεις των σχετικών ασφαλιστικών Ταμείων;

2.     Δεύτερη ανακρίβεια της επιστολής Φραγκιαδάκη: μιλά (και μάλιστα υπό τη μορφή αναποδείκτου αξιώματος) για λογαριασμό εγγυημένων εισφορών, αγνοώντας η παραβλέποντας την αλλαγή του Καταστατικού του ΛΕΠΕΤΕ που έγινε το 1995 αλλά και τα συγκεκριμένα πορίσματα της διεθνούς βιβλιογραφίας για τις έννοιες «Λογαριασμός εγγυημένων η καθωρισμένων εισφορών» και «Λογαριασμός εγγυημένων η καθωρισμένων παροχών». Επισημαίνεται ότι στο Λογαριασμό εγγυημένων εισφορών, είναι δεδομένο το ύψος της εισφοράς αλλά όχι το ύψος της αντίστοιχης παροχής: αυτό εξαρτάται από την επενδυτική αξιοποίηση των εισφορών και τις ανάλογες δυνατότητες του Λογαριασμού. Στην περίπτωση, αντιθέτως, των εγγυημένων παροχών είναι γνωστό εξαρχής, από το σχετικό Καταστατικό το ύψος της οφειλομένης παροχής. Ακριβώς αυτή είναι η περίπτωση του ΛΕΠΕΤΕ. Με το Καταστατικό του 1995  παρ. 2 και 4 του άρθρου 9 ρυθμίζεται συγκεκριμένα ότι το ύψος της παροχής είναι σαφώς οριζόμενο συγκεκριμένο ποσοστό επί του ύψους των συντάξιμων αποδοχών, με συνέπεια ο Λογαριασμός να έχει μετατραπεί σε καθωρισμένων παροχών (defined benefits).

3.     Η επιστολή Φραγκιαδάκη καλεί τους δικαιούχους του ΛΕΠΕΤΕ να ασφαλιστούν στο ΕΤΕΑΕΠ κι αυτό συνιστά  το άκρον άωτον του παραλογισμού: είναι δυνατόν ο συνταξιούχος των 65, 70 η 75 ετών να ασφαλιστεί σε ένα Ταμείο στο οποίο δεν έχει πληρώσει ποτέ ούτε ένα ευρώ; Ο συνταξιούχος της ΕΤΕ πλήρωνε στη διάρκεια ολόκληρης της εργασιακής του ζωής την εισφορά του στον ΛΕΠΕΤΕ.

4.     Επικαλείται ανακριβώς και ψευδώς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για να δικαιολογήσει την απόφαση κατάργησης του ΛΕΠΕΤΕ. Οφείλω να επισημάνω, ότι και από προσωπική διερεύνηση που έκανα στις Βρυξέλλες, διαπίστωσα ότι καμμιά παρόμοια επέμβαση δεν διαπιστώνεται.

Πέραν, όμως, από τις απαράδεκτες ανακρίβειες της επιστολής Φραγκιαδάκη οφείλουμε να σταθούμε και σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις που αναφέρονται στη διαχρονική λειτουργία του ΛΕΠΕΤΕ και ειδικότερα:

Πρώτον, ανακύπτει το ερώτημα: γιατί έγινε ο ΛΕΠΕΤΕ; Μα για να εξασφαλίσει η Τράπεζα την εργασιακή ειρήνη αλλά και για να δελεάσει και προσελκύσει τα καλύτερα στελέχη της τραπεζικής αγοράς.

Δεύτερον, γιατί δεν εφαρμόστηκε ποτέ η διάταξη του άρθρο 9 παρ. 1 του Καταστατικού του ΛΕΠΕΤΕ που προβλέπει τη δημιουργία αποθεματικού του Λογαριασμού;

Εδώ ανακύπτει ένα τεράστιο ζήτημα: ο λογαριασμός εμφάνιζε, από την έναρξη της λειτουργίας του, υψηλά ετήσια πλεονάσματα με δεδομένο ότι οι ετήσιες εισπράξεις του υπερέβαιναν τις αντίστοιχες ετήσιες πληρωμές των παροχών του. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή του Καταστατικού, θα έπρεπε, ο Λογαριασμός να επενδύει τα ετήσια αυτά πλεονάσματά του ώστε να δημιουργήσει ένα αναγκαίο αποθεματικό που θα εξασφάλιζε την ομαλή μελλοντική του λειτουργία. Όμως, αυτό δεν έγινε, αφού η Τράπεζα χρησιμοποιούσε, για την κάλυψη δικών της αναγκών, τα ετήσια αυτά πλεονάσματα. Βέβαια, η συμπεριφορά αυτή της Τράπεζας δεν ήταν η πρέπουσα αφού τα πλεονάσματα ανήκαν στο Λογαριασμό δηλαδή στους συνταξιούχους και συνεπώς, η Τράπεζα δεν είχε δικαίωμα να τα αξιοποιεί για δικό της όφελος. Πράγματι, με την πρακτική αυτή, η Τράπεζα έπαιρνε πίσω ένα τμήμα από την εισφορά της που είχε καταβάλλει στο Λογαριασμό. Από σχετικές προσεγγίσεις μου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι εάν είχε ακολουθεί στα 71 χρόνια λειτουργίας του Λογαριασμού η πρόβλεψη του Καταστατικού, σήμερα ο ΛΕΠΕΤΕ θα είχε διαθέσιμα υψηλά υπερπλεονάσματα και συνεπώς δεν θα είχε ανακύψει κανένα πρόβλημα.

Τρίτον, ανακύπτει ένα αδυσώπητο ερώτημα: ποιοι είναι αυτοί που διαδηλώνουν και διαμαρτύρονται αυτή τη στιγμή έξω από το ξενοδοχείο; Μα είναι τα χθεσινά στελέχη της Εθνικής Τράπεζας, ανήκουν στους 16.500 συνταξιούχους της Εθνικής, είναι αυτοί που έχουν αφιερώσει ολόκληρη την εργασιακή τους ζωή για να στηρίξουν την Εθνική και να την ανεβάσουν στην κορυφή του τραπεζικού συστήματος αλλά και του σεβασμού της ελληνικής κοινής γνώμης.

Τέταρτον κι εδώ ανακύπτει ένα δεύτερο εξίσου αδυσώπητο ερώτημα: μα γιατί διαδηλώνουν; Η απάντηση είναι σκληρότατη: διαδηλώνουν επειδή η Τράπεζα τους εξαπάτησε. Στην περίοδο που εργάζονταν και προσέφεραν στην Τράπεζα τις υπηρεσίες τους, η Τράπεζα τους υποσχέθηκε και δεσμεύθηκε γι αυτό, ότι μετά τη συνταξιοδότησή τους θα ενίσχυε τα μηνιαία εισοδήματά τους με ένα πρόσθετο βοήθημα που θα τους χορηγούσε ειδικός Λογαριασμός τηρούμενος στην Τράπεζα, ο ΛΕΠΕΤΕ. Αλλά τώρα έρχεται η Τράπεζα και αναιρεί αυτήν την υποχρέωσή της. Για την αθέτηση αυτή της υπόσχεσης και δέσμευσης της Τράπεζας διαμαρτύρονται.

Πέμπτον, όμως, πριν κλείσω την ομιλία μου, θέλω να ζητήσω από τη σημερινή διοίκηση της Τράπεζας, να αναλογισθεί το μέγεθος του ευτελισμού που θα υποστεί η Τράπεζα στην περίπτωση που η αθέτηση αυτή της δέσμευσής της αχθεί στην κρίση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, κατά τη διάρκεια της συνόδου της στη Γενεύη, με τη συμμετοχή όλων των κρατών του κόσμου. Κι ακόμη σκεφθείτε και την χειρότερη περίπτωση: αν η συμπεριφορά αυτή της Τράπεζας καταγγελθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης που εδρεύει στο Στρασβούργο. 

Τελειώνοντας, ζητώ από την νέα διοίκηση της Τράπεζας, να επανεξετάσει τη στάση και τη συμπεριφορά της απέναντι στους ανθρώπους που την υπηρέτησαν πιστά σ’  ολόκληρη τη διάρκεια της εργασιακής τους ζωής, να συνειδητοποιήσει τις ανακρίβειες της επιστολής Φραγκιαδάκη, να προσαρμόσει τη στάση της με τη στάση των Διοικήσεων της Τράπεζας από την ίδρυση του ΛΕΠΕΤΕ και εφεξής  και να δώσει τέλος στην αναταραχή που επικρατεί σήμερα στις τάξεις των συνταξιούχων της.